Πολεοδομικά:
Η ανάπτυξη του οικισμού την εποχή της οικονομικής ακμής του, έγινε δυναμικά ακολουθώντας το υφιστάμενο οδικό δίκτυο . Στο Προμύρι διακρίνονται δύο κέντρα. Η εμπορική και κοινωνική δραστηριότητα αναπτύσσεται πέριξ της πλατείας με τα πλατάνια, με εμπορικά καταστήματα καφενεία και δημόσιες υπηρεσίες. Η θρησκευτική ζωή κινείται παράμερα σε δευτερεύον κέντρο, όπου το προαύλιο του ναού της Παναγίας έχει αρκετά διαφορετική σχέση με το δρόμο και πιο απομονωμένη λειτουργία από αυτή της πλατείας.
Ενδιαφέρουσα είναι η λύση που βρέθηκε για να αντιμετωπιστεί η έντονη κλίση του εδάφους, στο σημείο της πλατείας με τα πλατάνια. Το κέντρο αυτό διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, που διαχωρίζονται από την κεντρική οδό του οικισμού δημιουργώντας δύο τμήματα. Η προσέγγιση στην πάνω πλατεία διαμορφώνεται ως φυσικό επακόλουθο της ροής του δρόμου, ενώ η πορεία προς την εκκλησία, παραμένοντας τμήμα του ίδιου οδικού άξονα, αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο κέντρων. Επίσης στον ίδιο χώρο έχει χτιστεί και το ιστορικό σχολείο του Προμυρίου.
Η μορφή του οικισμού λόγω της οικονομικής ευρωστίας, όχι μόνο του Προμυρίου αλλά και του Πηλίου γενικότερα, βασίστηκε από ένα πρωτοφανή οικοδομικό οργασμό. Πρωτεύουσα οικοδομική προτεραιότητα έχει το χτίσιμο των σπιτιών, με την εισαγωγή περισσότερων στοιχείων της αστικής αρχιτεκτονικής της εποχής, διατηρώντας όμως και τον αμυντικό τους χαρακτήρα τους.
Η πολιτιστική ευεξία αλλά και ο πλούτος θα εμπλουτίσει την περιοχή με εκκλησίες, λιθόστρωτες οδούς και πλατώματα, καθώς και καλαίσθητες στεγασμένες κρήνες. Τυπικό παράδειγμα όχι μόνο για το Προμύρι αλλά και για όλο το Πήλιο είναι η θολοσκεπής Τρανή Βρύση, χτισμένη το 1796 από Ζουπανιώτες μαστόρους.
Παρατηρείται δηλαδή μια προσπάθεια για τη βελτίωση της ποιότητας των δημοσίων χώρων με την πλακόστρωση της κεντρικής πλατείας αλλά και άλλων πλατωμάτων, τη λιθόστρωση των άλλοτε πρόχειρων μονοπατιών όχι μόνο εντός του οικισμού, αλλά και του εξοπλισμού του με κρήνες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι κρήνες «Καναλάκι» και «Ράντη» που βρίσκονται στο λιθόστρωτο μονοπάτι που συνδέει το Προμύρι, με το επίνειό του (Πλατανιά)
Ο ρυμοτομικός ιστός ορίζεται ως απόρροια της βιωματικής χρήσης των κυκλοφοριακών κινήσεων, καθώς και του μεγέθους των ιδιοκτησιών. Το δίκτυο των καλντεριμιών πυκνώνει στο κέντρο του οικισμού. Επίσης τα μεγέθη των οικοπέδων είναι μικρότερα όσο πλησιάζει κανείς προς το κέντρο. Μια αυλή σε μέγεθος ικανό ώστε να εξυπηρετεί την υπαίθρια λειτουργία του νοικοκυριού με παρακείμενο βοηθητικό χώρο, το στάβλο και το φούρνο διατεταγμένα στα όρια του οικοπέδου, αφήνοντας ως επί το πλείστον μια λωρίδα γης με πλάτος γύρω στο 1 μέτρο, η οποία είναι απαραίτητη για την απορροή των όμβριων στα όρια της ιδιοκτησίας.
Κτιριολογική Οργάνωση:
Κατά την άποψη των γραφόντων, δηλαδή της σπουδαστικής ομάδας μελέτης, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι τα κτίσματα του Προμυρίου, δεν αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα της κλασικής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Κι όμως το Προμύρι έχει περάσει όλα τα στάδια εξέλιξης της πηλιορείτικης οικοδομίας με έξοχα παραδείγματα. Για να είναι όμως πιο κατανοητή η κατάταξη των κτιρίων, καλό θα είναι να γίνει πρώτα μια οργάνωση σε ενότητες της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής.
· Πρώιμη περίοδος:
Η πρώτη αρχιτεκτονική ενότητα εκφράζει την πρώτη περίοδο οικονομικής ακμής. Πρόκειται για κτίρια ως τα μέσα του 18ου αιώνα, που ως πρωταρχικό ρόλο έχουν την οχύρωση και την προστασία και σε δευτερεύοντα τις ανάγκες ζωής που ως τότε χαρακτηριζόταν ως δύσκολη και λιτή. Τέτοια σπίτια ήταν τα πυργόσπιτα και τα διώροφα παρόμοιας αμυντικής και λειτουργικής οργάνωσης οχυρά σπίτια, και είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την περίοδο της πρώιμης πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περιόδου αποτελούσε ένα διώροφο δίδυμο σπίτι στο Προμύρι. Το πρώτο επίπεδο, με τα δύο κατώγια σε παράθεση, επικοινωνούσαν με τα πάνω δωμάτια του ορόφου με εσωτερικές σκάλες. Ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ των δύο κατοικιών, πέρα από το χαγιάτι που υπήρχε στον όροφο, ήταν μια πόρτα στο μεσότοιχο. Το σπίτι αυτό είναι χαρακτηριστικό της εποχής του. Λίθινοι τοίχοι με μοναδικά ξύλινα στοιχεία τα κουφώματα και τη στέγη. Τα τόξα των υπέρθυρων, των θυρών του χαγιατιού, χρονολογούν το κτίριο στον πρώιμο 18ο αιώνα. Ήταν ίσως το μόνο κτίριο που σώθηκε από την καταστροφή του χωριού το 1823, αλλά όχι από την καταστροφή της πλήρης εγκατάλειψης και τελικής αντικατάστασης του από νεότερο κτίριο (κέντρο του ΟΤΕ). Αισιόδοξο είναι το γεγονός ότι το καινούριο κτίριο, εγκολπώνεται στην αρχιτεκτονική μορφολογία του χωριού.
· Κλασική περίοδος:
Η δεύτερη αρχιτεκτονική ενότητα είναι αυτή που περιλαμβάνει τον κύριο και πιο χαρακτηριστικό όγκο της τοπικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για μια νέα ιδεολογία, που εισάγεται στην αρχιτεκτονική της περιόδου 1750 έως 1850 μ.Χ. και εκφράζεται στη νέα πλέον σύνθεση της κάτοψης. Η νέα ιδεολογία, είναι αυτή που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη περίοδο, ως εποχή της κλασικής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Υπάρχει επίσης, η εισαγωγή νέων στοιχείων με βάση, αστικά πρότυπα, που εκφράζονται όχι μόνο στην κάτοψη αλλά και στην όψη των σπιτιών. Πρόκειται δηλαδή, για κατοικίες με ειδικά διαμορφωμένους χώρους για κάθε χρήση, όπως αποθήκες, χειμωνιάτικος χώρος διαμονής αλλά και επίσημα δωμάτια.
Στο Προμύρι υπάρχουν αρκετά παραδείγματα αυτής της περιόδου. Ένα από αυτά είναι ένα διώροφο σπίτι με τμήμα ξύλινου σκελετού στον όροφο (1_65). Στο ισόγειο, πέρα από το χώρο της εισόδου, με ειδικά διαμορφωμένο χώρισμα για την αποθήκευση αγαθών, υπάρχει και ένα κατώι που χρησιμεύει για στάβλο. Στον όροφο εκτός από την εντυπωσιακή απόληξη της ξύλινης σκάλας με τη μεσάντρα, υπάρχουν άλλοι δύο χώροι: το χειμερινό και το θερινό δωμάτιο. Το πρώτο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά, ενώ το δεύτερο, στη βορειοανατολική πλευρά της κατοικίας, εκμεταλλευόμενο έτσι τον προσανατολισμό, για να επιτύχει την καλύτερα ισορροπημένη θερμοκρασία εντός του σπιτιού. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το πίσω κατώι έχει δάπεδο σύμφωνο με την κλίση του εδάφους, χωρίς καμία προσπάθεια εξομάλυνσης.
Μονόχωρα:
Δε θα ήταν υπερβολική η άποψη, ότι στο Προμύρι, δεν υπάρχουν μόνο διώροφα ή και μεγάλα τριώροφα οικοδομήματα αλλά και μικρά λίθινα μονόχωρα σπίτια.
· Όψιμη περίοδος:
Η Τρίτη και τελευταία αρχιτεκτονική ενότητα είναι έργο της όψιμης άνθησης των απόδημων Πηλιορειτών. Έχουμε πλέον την εισαγωγή νέων ακαδημαϊκών στοιχείων, που εκφράζουν έναν πιο αστικό τρόπο ζωής και αποδίδονται στην πλουσιότερα διακοσμημένη όψη. Ένα τέτοιο κτίριο είναι απέναντι από την εκκλησία με νεοκλασικά στοιχεία στην όψη του.
· Εκκλησίες:
Ένα ακόμη δείγμα αρχιτεκτονικής αποτελούν και οι εκκλησίες του Προμυρίου, με πιο λαμπρό παράδειγμα αυτό της κεντρικής εκκλησίας του οικισμού. Ο ναός της Παναγίας που υπάρχει έως σήμερα, οικοδομήθηκε γύρω στα 1760. Πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική ξυλόστεγη, που ο χωρισμός των κλιτών γίνεται με μια σειρά από υποστυλώματα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι σήμερα δεν μπορούμε να θαυμάσουμε τις αγιογραφίες που υπήρχαν στο ναό, λόγω επίχρησής του με ασβεστοκονίαμα. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να εκτιμήσουμε την έξοχη κατασκευαστική ικανότητα των μαστόρων της εποχής παρατηρώντας απλά τη στέγη, που προδίδει ένα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο οικοδόμησης.
Ένα οικοδομικό επίτευγμα καθίσταται, η μονόκλιτη ξυλόστεγη εκκλησία στην παραλία της Θεοτόκου, που βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα και είναι χτισμένη με spolia (τμήματα από παλαιότερα μνημεία) που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κομμάτια παλαιοχριστιανικής εκκλησίας και προχριστιανικού ναού. Αυτή ακριβώς η υλικοτεχνική του ιδιαιτερότητα και η γραφική του τοποθεσία, είναι αυτά που κάνουν το εκκλησάκι αυτό ξεχωριστό και πλέον καλαίσθητο μνημείο.
Στο βάθος της καταπράσινης ρεματιάς, εν μέσω πυκνής βλάστησης, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το χείμαρρο, θα συναντήσει κανείς, ο ναϊσκος της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος» ή κατά την τοπική ονομασία «Αγία Σωτήρα».
Ό,τι απόμεινε από το πέρασμα του χρόνου, καταφέρνει να τραβήξει το ενδιαφέρον. Από τις φθαρμένες εικόνες (όσες δεν είχαν την τύχη να περισυλλεχθούν) με δυσκολία διακρίνει κανείς ποια τη μορφή του Αγίου που απεικονιζόταν κάποτε.
Το μοναστήρι του Άγιου Σπυρίδωνα
Κανένα άλλο από τα θρησκευτικά καθιδρύματα του Προμυρίου, δεν βρήκε τέτοια απήχηση στη λαογραφική και ιστορική ζωή του οικισμού, όσο το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν ένα γενικό προσκύνημα των κατοίκων όλου του νότιου Πηλίου, και πέρα από αυτό: κέντρο πνευματικής δραστηριότητας με τον γιο Σπυρίδωνα να γίνεται αντικείμενο θρύλων και παραδόσεων. Η πνευματική προσφορά του κτίσματος επιβεβαιώνεται και από αυτή την περικοπή της γνωστής εργασίας του ιερομόναχου Ματθαίου Βατοπεδινού: «…το οποίον (μοναστήρι) τόσο στενά είναι συνδεδεμένο με την πνευματική ανάπτυξη Προμυρίου, και που τόσα πολλά οφείλει το ως άνω χωρίον εις το προαναφερθέν Μοναστήριον…»
Σε απόσταση μίας ώρας, νοτιοανατολικά του Προμυρίου, το μοναστήρι κρατάει την γνώση χρόνων, από τότε που αναγέρθηκε . Πότε χτίστηκε δεν είναι σαφές. Η μοναδική ενεπίγραφη πλάκα, εντοιχισμένη στα δεξιά της εισόδου ορίζει μόνο το χρόνο της ανακαίνισης: 1834. Γράφει συγκεκριμένα: «ΑΥΤΗ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΗΤΙΣ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΠΡΟΜΥΡΙ ΕΝΕΓΕΡΘΕΙ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΔΙ’ ΙΔΙΩΝ ΤΗΣ ΕΞΟΔΩΝ ΣΠΟΥΔΗ ΔΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΜΥΡΙΩΤΩΝ / ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 20-1834».
Ωστόσο, το μοναστήρι προϋπήρχε. Το μαρτυρούν τμήματα παλαιάς θεμελίωσης, που σώζονται ακόμα, στην είσοδο έξω από τον περίβολο. Το επικυρώνει η παράδοση και – το εγκυρότερο – το βεβαιώνουν: 1) Μια ενθύμηση που βρήκε σε ευαγγέλια του Άγιου Όρους και δημοσίευσε ο ιερομόναχος Γαβριήλ, αυτή: «Εις τους 1775 χρόνους ήλθαν εις την Μονή μας (του Γρηγορίου) η αφτάδελφοι του Κυρ Συνέσι από το Προμύρι, ήτι ο κατά πνεύμα και σάρκα αδελφός αυτού Παχόμιος Μοναχός Αχιλεύς». 2) Δύο αφιερωμένα κείμενα του 1811, που το ένα βρίσκεται στη μητρόπολη της Παναγίας στο Προμύρι και το άλλο σε έναν από τους χωριανούς.
Το Μάη του 1823, το προμυριώτικο μοναστήρι ακολούθησε τη μαύρη μοίρα του Προμυρίου: Πυρπολήθηκε από τους Τούρκους του Αλή Πασά, που καταστρέψανε συνθέμελα τον οικισμό, εξαιτίας της δράσης του προμυριώτη οπλαρχηγού Γιώργη Ζορμπά. Ήταν τότε εποχή που είχε φουντώσει, σε ξηρά και θάλασσα η δράση του Ζορμπά, και ακολούθησαν σκληρά μουσουλμανικά αντίποινα. Η πυρπόληση όμως του μοναστηριού δίνει περιθώρια εικασιών, ότι κάποιον εποικοδομητικό ρόλο θα έπαιζε στην επανάσταση.
Δυστυχώς μαζί με το κτίσμα αφανίστηκαν, πέρα από τον εξοπλισμό του, όλα τα βιβλία και χειρόγραφα, που διέθετε. Εδώ βρίσκεται, η εξήγηση της ανυπαρξίας συγγραμμάτων, χειρογράφων και άλλων κειμηλίων του χτίσματος. Μοναδικό, απομεινάρι του παλιού μοναστηριού, είναι ένα τμήμα τείχους στην ανατολική πλευρά του περιβόλου.
Το κτήριο αυτό όμως, με έντονη την ακτινοβολία του στο Προμύρι και τα υπόλοιπα χωριά του νότιου Πηλίου, δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί. Όταν, τελείωσε λοιπόν η ελληνική επανάσταση, και αφού οι Προμυριώτες όσοι γλίτωσαν από το χαλασμό του χωριού τους, είχαν αρχίσει να συνέρχονται από το κακό που τους βρήκε, αποφάσισαν να το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια. Δεν πήραν βοήθεια από κανέναν, αλλά μόνοι τους συγκεντρώθηκαν στο έργο της αναστήλωσης, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, όλοι οι κάτοικοι , όπως αναγράφεται στη μοναδική ενεπίγραφη πλάκα.
Το Φεβρουάριο του 1834, το μοναστήρι ήταν έτοιμο. Είναι αυτό που σώζεται έως σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση: Στη μέση ο καθολικός ναός, γύρω ο μοναστηριακός τοίχος ψηλά, χαγιάτικα με ξύλινα λιακώτικα κάγκελα και πίσω τα κελιά, κάτω τα υπόγεια – αποθήκες και στάβλοι. Όλα στον γνωστό αρχιτεκτονικό τύπο των πηλιορείτικων μοναστηριών.
Τελευταίος σημαντικός σταθμός του «Αγίου Σπυρίδωνα» ήταν οι χρόνοι του 1880 - 1890. Από εκεί και πέρα καμιά έξαρση από τη ζωή των καλόγερων , ανθεκτική στο χρόνο, δεν έχουμε. Ούτε ονόματα μεγάλα του χτίσματος, καταξιωμένα στη λαϊκή παράδοση ή την ιστορία υπάρχουν. Έσβησαν μαζί με την πνοή τους στις αρχές του αιώνα μας, αφήνοντας το μοναστήρι να πήξει στην σιγή.
Στη δεκαετία του 1980 το μοναστήρι εμψυχώθηκε: Εγκαταστάθηκαν μοναχές για να μετατραπεί σε γυναικείο, το άλλοτε αντρικό μοναστήρι και να αρχίσει η τακτική των ανακαινίσεων.