Συρράκο (Τμήμα Β - Ομάδα 19)

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Η μορφολογία της περιοχής του Συρράκου, με τα μεγάλα οροπέδια, που αποτελούν περιοχές προσιτές για την ορεινή κτηνοτροφία, συνέβαλε στη διαχρονική ενασχόληση των κατοίκων με αυτήν από τα πρώτα κιολας χρόνια εγκατάστασής τους. Μέσω της κτηνοτροφίας η επαγγελματική ενασχόληση των κατοίκων επεκτείνεται στην κατασκευή κάπας και υφαντών, αφού κατάλαβαν την εμπορική αξία αυτών των προιόντων. Η τεράστια έκταση των βοσκοτόπων (περίπου 75.000 στρέμματα) βοηθά τους κατοίκους να φτάσουν τον αριθμό των γιδοπροβάτων σε πολλές χιλιάδες (50.000 και κατά άλλους 75.000) και τις μεγάλες ποσότητες των προϊόντων να διακινηθούν στα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Οδησσό, Μόσχα, Βουκουρέστι, Βελιγράδι, Κωνσταντινούπολη και αλλού) λόγω της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (1774) που τους επιτρέπει να έχουν εμπορικές επαφές με τις περιοχές αυτές.

  Οι κάπες που εξήγαγαν είχαν μεγάλη ζήτηση κυρίως από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ναύτες αφού ήταν αδιάβροχες και ζεστές (πολλοί τις χαρακτηρίζουν το τζάκι της εποχής) και πιθανολογείται πως και ο Ναπωλέον Βοναπάρτης προμηθευόνταν τις κάπες αυτές.

  Στην εξάπλωση του εμπορίου της κάπας στις ευρωπαικές χώρες συνέβαλε το γεγονός ότι οι Συρρακιώτες, ως Βλαχικό φύλο, ήταν λατινόφωνος λαός αποκλειστικά στην προφορική λαλιά, αφού όλη τους τη ζωή υπηρέτησαν ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι, δηλαδή ρωμαίοι πολίτες της Ανατολική Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, που κατά τους τελευταίους αιώνες της επωνομαζόταν και Ρωμανία. 

  Στα τέλη του 17ου και αρχές 18ου αιώνα παρατηρείται εκτόξευση της οικονομίας, αφού λόγω της χαμηλής αξίας του οθωμανικού νομίσματος σε σχέση με το ευρωπαικό νόμισμα, οι έμποροι από το Συρράκο βρίσκονταν σε προνομιακή θέση. Από το 1850 και μετά η κάπα δεν είχε την ίδια βασική αξία στην Ευρώπη. Η πτώση του εμπορίου μάλλινων ειδών και η αντικατάστασή τους από συνθετικά υλικά (1908-1910) σβήνει τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και τους αναγκάζει να αλλάξουν επαγγέλματα. Ετσι ανακαλύπτουν την παραγωγή του σκληρού κίτρινου τυριού από «κλεμμένες» συνταγές της Ευρώπης. Εξάγουν πλέον ένα είδος τυριού, που επειδή δεν μπορεί να διατηρηθεί εύκολα το έκαναν σκληρό και κίτρινο για την εύκολη διατήρηση και εξαγωγή του. Μεγάλη ζήτηση είχε από τους Ιταλούς, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν στα ζυμαρικά τους. Ως εκ τούτου εντατικοποιείται η ενασχόληση με την τυροκομία και παρατηρείται ξανά αύξηση της οικονομίας του χωριού. Τέλος πολλοί Συρρακίωτες ασχολήθηκαν και με την αργυροχρυσοχοΐα που διαδόθηκε στο χωριό από τους γειτονικούς Καλαρρύτες, ενώ κάποιοι απασχολήθηκαν ως κυρατζίδες (αγωγιάτες, μεταφορείς).