Η εξέλιξη του Καπεσόβου είναι παράλληλη και αλληλένδετη με των χωριών του κεντρικού Ζαγορίου. Ξεκινάει να αναπτύσσεται κατά τον 16-17ο αιώνα όταν υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στην περιοχή: οι μικρότεροι οικισμοί εγκαταλείπονται για την δημιουργεία μεγαλύτερων πιο συμπαγών οικισμών, σε μια εποχή κλειστής οικονομίας βασισμένη στο εμπόριο με τα γειτονικά χωριά και στοχεύει στην αυτάρκεια. Τα χωριά αρχίζουν να αναπτύσσονται στα κλίτη των βουνών, και δημιουργώντας αρχικά έναν βασικό πυρήνα. Αυτός ο πυρήνας αποτελεί αργότερα την κεντρική πλατεία του χωριού και τα σπίτια γύρω της είναι τα παλαιότερα. Στη συνέχεια το χωριό επεκτείνεται προς τα πάνω και προς τα κάτω, «ακουμπώντας» στα φυσικά του όρια, εν προκειμένω τον βράχο της Γραδίστας.
Τα πρώτα σπίτια, τα οποία ονομάζουν πρωτόγονα, είναι ταπεινά και μικρά, συνήθως έχοντας έναν ισόγειο χώρο για τα ζωντανά και αποθήκευση των σιτηρών και έναν όροφο όπου κατοικούν σε έναν ή δύο χώρους. Το βοσκοτόπι είναι έξω από το χωριό, ένω πλαισιώνονται από κήπους που καλλιεργούν την τροφή τους. Η αποψίλωση των χωραφιών έξω από το χωριό είναι ακόμα και σήμερα εμφανής. Σε αντιστοίχιση με την βιβλιογραφία που ανάλογα με την εποχή κατασκευής χωρίζει τα σπίτια σε τρείς τύπους, την γιαγιά, την μητέρα και την θυγατέρα, θα μπορούσαμε να πουμε ότι τα πρωτόγονα είναι ότι βρίσκεται πίσω από τον τελευταίο τύπο της θυγατέρας. Επειδή τα σπίτια που σώζονται ανήκουν κυρίως στον 17ο αιώνα και μετά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα πρωτόγονα στην κατηγορία της μητέρας. Τότε ήδη έχουν αρχισει να κτίζονται από τεχνίτες τα σπίτια παρά από τους ίδιους τους κατοίκους.
Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, οι κάτοικοι μεταναστεύουν στην Ευρώπη δημιουργώντας μεγάλες περιουσίες. Τα Ζαγοροχώρια απολαμβάνουν τα οικονομικά προνόμοια της Πύλης. Ισχυρά δεμένοι με τις ρίζες τους, και έχοντας αφήσει τις οικογένειες τους πίσω, θα κτίσουν με τοπικά συνεργεία μαστόρων μεγάλα αρχοντικά σπίτια και δημόσια έργα, στέλνοντας πολλές φορές χρήματα και σχέδια από το εξωτερικό. Το 1763 και το 1793 κτίζονται οι δύο εκκλησίες του χωριού και το 1861 η Πασχάλειος σχολή. Ο κόσμος του χωριού είναι βαθιά αστικοποιημένος, ήδη από τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με τους κατοίκους του χωριού. Οι παροχές ενός αστικού σπιτιού στα Γιάννενα απαντώνται και στο χωριό (π.χ. τουαλέττα). Ο Αλέξης Νούτσος, τοπικός πρόκριτος, ως μέλος της αυλής του Αλή Πασά και μετέπειτα Φιλικός και αγώνιστής της επανάστασης, είναι προϊόν αυτής ακριβώς της ακμής στο χωριό.
Αυτή την περίοδο, παράλληλα με την ακμή των χωριών εξαπλώνεται το φαινόμενο της ληστείας. Περαστικοί ή μη, οι ληστές αποτελούν πρόβλημα για τις οικογένειες, ληστεύοντας τα πιο πλούσια σπίτια. Tα σπίτια γίνονται εσωστρεφή. Οι μάντρες γίνονται ψηλές και αποκτούν οχειρωματικό χαρακτήρα. Παράλληλα αναπτύσσονται οι χαρακτηριστικές αυλόπορτες. Οι τουαλέτες μεταφέρονται στο εσωτερικό των σπιτιών για ασφάλεια. Σε ένα αρχοντικό μάλιστα βέλπουμε μια καταπακτή που βλέπει από τον πρώτο όροφο την πόρτα για λόγους ασφαλείας. Τα πρωτόγωνα σπίτια, όσα δεν γκρεμίζονται, μετατρέπονται εξ’ολοκλήρου σε αποθηκευτικές καλύβες. Τα σπίτια είναι τεράστια με πολλά δωμάτια, φιλοξενώντας πολυμελείς οικογένειες. Ξεκινώντας από την οικογένεια του γεννήτορα οι απογόνοι παραμέναν στα σπίτια κάνοντας προσθήκες δωματίων όταν χρειάζονταν.
Τα σπίτια αποκτούν μία συγκεκριμένη τυπολογία. Κάθε σχεδόν δωμάτιο διημέρευσης ή διανυκτέρευσης έχει τζάκι. Έχουν «μπάσια», ένα κρεβάτι ουσιαστικά, διαστάσεων 3*5 μέτρων, που πλαισιώνεται στις 3 πλευρές του από τοίχο, και περιβάλλει ένα τζάκι. Επειδή οι οικογένειες ήταν πολυπληθείς, το κρεβάτι αυτό ήταν απαραίτητο αφού αποτελούσε χώρο συγκεντρώσης τουλάχιστον 10-15 ατόμων αλλά και ύπνου 5-6 ατόμων, γύρω από το τζάκι.
Σταδιακά και με την άρση των προνομοίων της περιοχής μετά την ήττα του Αλή Πασά και με το πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα το βιοτικό επίπεδο στην περιοχή πέφτει. Έτσι οι απόγονοι των οικογενειών δεν μπορούν πιά να διατηρήσουν τα μεγάλα σπίτια και τα χωρίζουν, με τα διαφορετικά κομμάτια να έχουν άλλη μοίρα. Έτσι έχουμε σπίτια που κατοικούνται στο μισό τους ένω το υπόλοιπο έχει πέσει. Πολλές φορές έχουμε και την ανακύκλωση παλιών δημοσίων κτηρίων, εξ ολοκλήρου, για λόγους οικονομίας υλικών. Έτσι το παλιό παρθεναγωγείο και το παλιό γηροκομείο έχουν εξαφανιστεί τελείως ως ίχνη.
Στην εποχή μας και μετά την εκτεταμένη αστικοποίηση των προηγούμενων δεκατιών, το χωριό έχει πρακτικά ερημώσει από την μόνιμη ζωή του. Πολλά παλιά σπίτια έχουν γίνει ξενώνες. Οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι εποχιακοί, ακολουθώντας την χειμερινή τουριστική σεζόν, ενώ διαμένουν μόνιμα στα Γιάννενα, την Θεσσαλονική ή την Αθήνα. Είναι στην πλειοψηφία τους συνταξιούχοι που πέρασαν τα παραγωγικά τους χρόνια σε κάποιο αστικό κέντρο, και έχουν τώρα γυρίσει στον τόπου όπου γεννήθηκαν.