Το πάτωμα αποτελεί τη βασική οριζόντια φέρουσα κατασκευή, η οποία στην παραδοσιακή της εκδοχή είναι εξ'ολοκλήρου ξύλινη και αποτελείται από 3 συστήματα. Τα δύο είναι φέροντα (κύριες και δευτερεύουσες δοκοί) ενώ το ένα φερόμενο (σανίδες) που αποτελεί το δάπεδο. Η λογική είναι απλή. Διαδοχικές στρώσεις οριζόντιων γραμμικών στοιχείων που τοποθετούνται η μία εγκάρσια στην άλλη. Οι κύριες δοκοί ή ποταμοί έχουν τη μεγαλύτερη διατομή που κυμαίνεται από 25 έως 35 εκατοστά προκειμένου να παραλάβουν τις υπερκείμενες φορτίσεις. Οι δοκοί αυτές, τα μεσοδόκια, έχουν μεγάλο μήκος και πιάνουν από τη μία πλευρά της τοιχοποιίας ως την άλλη.Ταυτόχρονα για να εξασφαλιστεί η μεγάλη αντοχή τους σε κάμψη χρησιμοποιείται η καλύτερη διαθέσιμη ξυλεία. Είναι το πρώτο σύστημα που τοποθετείται πάνω στο οποίο εδράζεται το υπόλοιπο πάτωμα. Οι ξύλινοι ποταμοί έχουν μήκος που δεν ξεπερνά τα 5-6 μέτρα, ενώ στην περίπτωση μεγαλύτερου ανοίγματος τοποθετούνται σε σειρά και συχνά υποστηρίζονται από υποστυλώματα που επιμερίζουν το άνοιγμα. Οι ποταμοί είτε εδράζονται σε εσοχές της τοιχοποιίας είτε πακτώνονται ανάμεσα στους λίθους. Εγκάρσια στους ποταμούς εδράζονται οι δευτερεύουσες δοκοί ή πατόξυλα που έχουν διατομή 10-15 εκατοστά. Πάνω στα πατόξυλα τοποθετούνται -συνήθως καρφώνονται- οι ξύλινες σανίδες.
Στην κατασκευή του επίπεδου δώματος, εφαρμόζεται το ίδιο σύστημα ως προς τα φέροντα και φερόμενα στοιχεία, αλλά στη διαδικασία προστίθεται κι η επίστρωσή τους με άλλα υλικά. Συγκεκριμένα πάνω στα ξύλινα στοιχεία τοποθετούνται καλάμια ή μικρά ξύλα από θάμνους, που στη συνέχεια καλύπτονται με λεπτό στρώμα πηλού. Πάνω στο πηλώδες στρώμα εφαρμόζεται μια στρώση αργιλικού χώματος, το οποίο εξασφαλίζει τη στεγανότητα του δώματος.