Το Βελημάχι σήμερα αριθμεί 136 εγγεγραμμένους κατοίκους. Οι μόνιμοι, όμως, κάτοικοι φτάνουν μόλις τους 30-40 με κανένα παιδί να συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς. Πολλοί διαμένουν δύο ή τρείς μήνες του χειμώνα σε πόλεις, με αποτέλεσμα τότε το χωριό να είναι σχεδόν έρημο. Το καλοκαίρι, κυρίως τον Αύγουστο, ο πληθυσμός του αυξάνεται σημαντικά. Λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης νέοι που ήταν άνεργοι στις πόλεις επιστρέφουν στους αγροτικούς οικισμούς και στρέφονται προς τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όμως, ακόμη αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις. Σημαντική τάση αύξησης του μόνιμου πληθυσμού δεν έχει παρατηρηθεί.
Η ριζική μείωση του πληθυσμού έγινε στις δεκαετίες του ’50 και ΄60 με το πρώτο κύμα αστικοποίησης. Οριστικά το χωριό ερήμωσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, οπότε διακόπηκε και η λειτουργία του σχολείου (1985).
Ανέκαθεν, η γεωργία και κυρίως η κτηνοτροφία ήταν οι βασικές παραγωγικές δραστηριότητες στο Βελημάχι. Παλαιότερα, η κτηνοτροφία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, καθώς οι κάτοικοι είχαν περί τα 12.000 αιγοπρόβατα και άλλα μεγαλύτερα ζώα. Σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι είναι σε συντριπτική πλειοψηφία συνταξιούχοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, που πλέον έχουν μικρό αριθμό ζώων για την ικανοποίηση των δικών τους και μόνο αναγκών. Η γεωργική δραστηριότητα περιλαμβάνει ελιές, αμπέλια, σιτάρι και διάφορα οπωροκηπευτικά, και πάλι σήμερα αποκλειστικά για προσωπική χρήση. Επίσης, υπάρχουν και συνταξιούχοι οικοδόμοι, που έμαθαν εμπειρικά τις οικοδομικές τέχνες και δραστηριοποιούνται στα χωριά της περιοχής.
Το εμπόριο ποτέ δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στο χωριό, κάτι που υποδεικνύεται και από την απουσία κεντρικού εμπορικού δρόμου-αγοράς. Σήμερα, τα περισσότερα καταστήματα έχουν κλείσει, με εξαίρεση ένα καφενείο και ένα παντοπωλείο σε μικρή απόσταση από την κεντρική πλατεία του χωριού. Ως εκ τούτου, οι ανάγκες των κατοίκων στα απαραίτητα είδη διατροφής ικανοποιούνται κυρίως από εμπόρους που επισκέπτονται κάθε εβδομάδα τα χωριά της περιοχής.
Ξενώνας δε λειτούργησε ποτέ στο χωριό, που λόγω της δύσκολης μέχρι σχετικά πρόσφατα πρόσβασης δεν είχε την τουριστική ανάπτυξη άλλων ορεινών χωριών της Γορτυνίας (πχ. Λαγκάδια).