Καπέσοβο

Ιστορικά Στοιχεία

Manuel Baud Bovy, σελ. 30Manuel Baud Bovy, σελ. 32Manuel Baud Bovy, σελ. 31Manuel Baud Bovy, σελ. 35Manuel Baud Bovy, σελ. 106Manuel Baud Bovy, σελ. 132Πορτραίτο Ιωαννούτσου Καραμεσίνη Πηγή: Manuel Baud Bovy, σελ. 210

Το όνομα Καπέσοβο έχει σλαβική προέλευση.  Κατά τον Vasmer προέρχεται από το Καβάς και την σλαβική κατάληξη –οβο που σημαίνει τόπος. Ο Ι. Λαμπρίδης αναφέρει ότι προέρχεται από τη σλαβική λέξη Κουπούζ-Κράμβη. Ο Μ. Πετρόχειλος  διασώζει κάποια παράδοση σύμφωνα με την οποία το χωριό λεγόταν Καπούσκα και βρισκόταν αρχικά στα περιβόλια της Μπάγιας.

Από το 1380 έως το 1431 οι Αλβανοί και οι Τούρκοι ξεκίνησαν σκληρές επιθέσεις σε ολόκληρη την ‘Ήπειρο. Η συγκεκριμένη περιοχή, όμως, εξαιτίας της  φυσικής της οχύρωσης και του μεγάλου, συγκριτικά, πληθυσμού, τις αντιμετώπισε ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα  οι Οθωμανοί ποτέ δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν, όπως συνέβη  σε άλλα μέρη της Ηπείρου. Αυτό είχε ως επακόλουθο, την καταστροφή του δυτικού τμήματος και την εξέλιξη του ανατολικού και του κεντρικού. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, δημιουργήθηκαν τα περισσότερα από τα σημερινά χωριά (Καπέσοβο, Κουκούλι, Τσεπέλοβο κλπ).

Τα πρώτα σημάδια κατοίκησης του οικισμού εμφανίζονται στις αρχές του 7ου μ. Χ. αιώνα, αλλά από τον 10ο έως τον 15ο διαμορφώνεται η μορφολογία του χώρου και τελικά τον 18ο κορυφώνεται η μεγάλη ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.

Στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα  κτίζεται ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην κορυφή του λόφου πάνω από το χωριό μαζί με το νεκροταφείο, το 1768 η κρήνη στα «Επάνω Άμπελα» από το Γ. Λαζάρου, το 1770 το παρεκκλήσι των Ταξιαρχών από τον Γερογιάννη Ζωγράφο, το 1789 η κρήνη της «Τσιούβαλης» από τον Ιωαννούτσο Καραμεσίνη και το 1793, από τον ίδιο,  η ενοριακή εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Ο Αλέξης Νούτσος ολοκληρώνει το 1803 τον Αγ. Αθανάσιο και το 1807 την κρήνη του ναού, ενώ το 1808 ο Χρ. Μαρίνος  κτίζει τη μεγαλύτερη κρήνη του χωριού, η οποία καταστράφηκε το 1854.

 Στην καλλιέργεια των σιτηρών και αμπελιών εργάζονταν κυρίως οι γυναίκες, αφού οι άντρες ασχολούνταν και σε άλλα επαγγέλματα. Από το 1855, όμως, οι γυναίκες  παραιτούνται από αυτές τις εργασίες και  στρέφονται προς την πολυτελή ζωή, όπως υποστηρίζει και ο σύγχρονός τους  Ι. Λαμπρίδης, με αποτέλεσμα να αρχίσει, σταδιακά, η παρακμή του χωριού. Οι Καπεσοβίτες ασχολούνταν δευτερευόντως και με την κτηνοτροφία. Κατά κύριο λόγο, όμως, ενοικίαζαν τα οροπέδια στους Σαρακατσάνους βοσκούς, με ετήσιο έσοδο 60 λίρες. Καπεσοβίτες και άλλοι Ζαγορίσιοι προμήθευαν, για δεκαετίες, πρόβατα από τη Βλαχία και τη Μολδαβία τον αυτοκρατορικό στρατό και  εισέπρατταν το λεγόμενο «προβατονόμιο» στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και μέχρι το 1830 στο Καπέσοβο ακμάζει το εμπόριο. Το ορεινό και χωρίς σημαντικές καλλιέργειες έδαφος ωθεί τους Καπεσοβίτες  στο εμπόριο με τολμηρές, για την εποχή, οικονομικές επιχειρήσεις που συσσωρεύουν μεγάλα πλούτη. Ειδικότερα, ακμάζουν οι Καπεσοβίτες έμποροι την περίοδο του Αλή Πασά, με τον οποίο διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις.

Στο τέλος του 19ου αι. παρατηρείται οικονομική παρακμή, ενώ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή Πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα το Καπέσοβο παθαίνει σοβαρές ζημιές. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά η ισχύς των προνομίων μειώνεται. Τα Ζαγοροχώρια δεν έχουν χάσει ακόμα την ευμάρειά τους. Κατασκευάζονται, για παράδειγμα, ακόμα μεγάλα σχολεία. Έτσι οι αδελφοί Πασχάλη ιδρύουν το 1861 στο Καπέσοβο τη Μεγάλη Σχολή, που επρόκειτο να γίνει το Πανεπιστήμιο της περιοχής του Ζαγορίου. Τα προνόμια καταργούνται ολοκληρωτικά το 1868, εξαιτίας μυστικών ενεργειών και εξεγέρσεων, με αποτέλεσμα ολόκληρη η Ήπειρος φτωχοποιείται και τα περισσότερα χωριά υποδουλώνονται. Οι χωρικοί στερούνται την ιδιοκτησία της γης τους και επιβάλλονται δυσβάστακτοι φόροι. Στο τέλος του 19ου αιώνα λιγοστοί κτηνοτρόφοι, γεωργοί και ζωγράφοι προσπαθούν να συντηρήσουν τον τόπο.

 Με αφορμή τους ρωσοτουρκικούς πολέμους έγιναν τοπικές εξεγέρσεις το 1854 και το 1877, αλλά τελικά κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τα χωριά από τον τουρκικό ζυγό. Η παρακμή συνεχίστηκε με την πολιτική ρευστότητα που ακολούθησε και τη μικρασιατική καταστροφή, επιδεινώθηκε με την ξένη κατοχή και τον εμφύλιο και έτσι στο τέλος του, το 1949, η περιοχή έχει οικονομικά καταστραφεί.