Μοναστήρι

Συμπεράσματα

                      “αγάπην, αρετήν, εύσπλαχνο ήθος αλλά και φρένων πτέρωμα” -Ανδρέας Κάλβος 
 
 
 
 
Ο οικισμός Μοναστήρι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χωριού στον ελληνικό χώρο που ερημώθηκε λόγω της αστυφιλίας που άρχισε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Είναι ένα χωριό που κουβαλάει μνήμες από το παρελθόν του και που παρ’ όλες τις αλλοιώσεις και τις φθορές κρύβει “θησαυρούς” σε κάθε γωνιά. 
 
Οι άνθρωποι αυτού του τόπου ήταν ο καταληκτικός παράγοντας για την διαμόρφωση του. Σε έναν τόπο άγονο και με αμέτρητες δυσκολίες, από ληστρικές επιδρομές, μέχρι τον βαρύ χειμώνα της Πίνδου, αυτοί κατάφεραν με την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη να ευδοκιμήσουν.  
 
Η ανθρώπινη παρουσία εκλείπει από τον οικισμό. Η φύση έχει αρχίσει να ανακτά το έδαφος που άλλοτε είχε χάσει λόγω των ανθρώπων. Έτσι στον οικισμό επικρατεί ένα ατμοσφαιρικό κλίμα, όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα του παρελθόντος μπλέκεται με την βλάστηση. Πολλές στιγμές κάποιος περιπλανώμενος θα πίστευε πως ο οικισμός είναι παντελώς ερημωμένος, όμως σύντομα θα παρατηρούσε σημάδια της σύγχρονης ζωής. Στον οικισμό γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια από τους κατοίκους να διατηρήσουν τη εναπομείνουσα ζωή στο χωριό, με την συντήρηση των κατοικιών τους, αλλά και την προσπάθεια για συντήρηση των δημόσιων κτηρίων και χώρων. Συγχρόνως, διατηρούνται κάποια έθιμα και διοργανώνονται εκδηλώσεις για τις γιορτές του οικισμού. 
 
Η δομή του οικιστικού συνόλου έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο είναι ο μεγάλος αριθμός αλωνιών εντός των ορίων του. Στην πραγματικότητα η οργάνωση και συγκρότηση του οικισμού φαίνεται να βασίζεται στην αγροτική δραστηριότητα που συγκεντρωνόταν γύρω από αυτά τα αλώνια, όπου καθένα δημιουργεί και μια γειτονιά. 
 
Η μορφολογία των κτιρίων είναι χαρακτηριστική της περιοχής διατηρώντας έτσι τον παραδοσιακό χαρακτήρα. Ο λίθος χρησιμοποιείται ως δομικό στοιχείο της τοιχοποιίας και η επικάλυψη της στέγης γίνεται σπανιότερα με σχιστόλιθους και συχνότερα με τσίγκο ή κεραμίδια. Εντυπωσιακή είναι η επιδεξιότητα των μαστόρων στην ακρίβεια τους στις τοιχοποιίες, στις ξυλοδεσιές αλλά και στις διακοσμητικές λεπτομέρειες στο ταβάνωμα, αφού άλλωστε οι μάστορες τις περιοχής ήταν από τους καλύτερους στον τομέα τους. 
 
Οι αλλοιώσεις είναι αρκετές, όμως ο παραδοσιακός χαρακτήρας παραμένει παρών στον οικισμό. Ούτως ή άλλως, οι παραδοσιακοί οικισμοί δεν είναι μουσειακοί χώροι, οι οποίοι μένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο. Χρειάζεται και αυτοί να εξελίσσονται μαζί με τον άνθρωπο και να προσαρμόζονται στις ανάγκες του την κάθε εποχή. 
 
Στους παραδοσιακούς οικισμούς, είναι χαρακτηριστικό πως οι πλατείες αποτελούν μέρος του οδικού δικτύου. Πιο συγκεκριμένα, οι δρόμοι οδηγούν τον περιπλανώμενο  προς την πλατεία με μια φυσική ροή, αφού εξάλλου η δημιουργία της πλατείας ήταν παράλληλη χρονικά με την δημιουργία του οικισμού. Αυτό το χαρακτηριστικό εκλείπει πολλές φορές από τις σύγχρονες πόλεις, όπου συχνά οι πλατείες τοποθετούνται βεβιασμένα σε μια τοποθεσία. 
 
Μέσω της διεξοδικής μελέτης τόσο της μορφής του οικισμού ως σύνολο, όσο και των μεμονωμένων κτηρίων και οικοδομικών λεπτομερειών, μπορέσαμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που “λειτουργεί” ένας τέτοιος παραδοσιακός οικισμός και κατ’ επέκταση αυτό να μας βοηθήσει στην κατανόηση οικιστικών συνόλων μεγαλύτερης κλίμακας, τις πόλεις μας. 
 
Το Μοναστήρι αξίζει να αναδειχθεί και να διασφαλισθεί η προστασία του. Όχι μόνο για την ιδιαίτερη μορφολογία του, αλλά και για το ιστορικό του υπόβαθρο. Είναι ένα από τα πολλά πετρόκτιστα “στολίδια της απέραντης πράσινης θάλασσας”.