Η ολοκλήρωση της μελέτης μας απαιτεί τη σύνοψη των σημαντικότερων παρατηρήσεών μας και την εξαγωγή ορισμένων τελικών συμπερασμάτων σχετικά με τον οικισμό.
Το Εκκλησοχώρι είναι ένας μικρός οικισμός χτισμένος στην κορυφή ενός λόφου στον κόμβο των οροσειρών Ολύτσικα-Τόμαρος και Πίνδου, σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα. Πλησίον του οικισμού βρίσκεται ο ποταμός Καλαμάς.
Την παρούσα φυσιογνωμία του οικισμού έχουν συμβάλλει αρκετοί παράγοντες. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το φαινόμενο της αστικοποίησης που σημειώθηκε παλαιότερα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του οικισμού να μετακινηθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα (Ζίτσα, Ιωάννινα, Αθήνα, κ.α.). Πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό των κτισμάτων χρησιμοποιείται για εξοχική κατοίκηση παγιώνοντας τον θεσμό της δεύτερης κατοικίας. Η εποχιακή κατοίκηση έχει ως άμεση συνέπεια την εγκατάλειψη και την ερήμωση του οικισμού στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου.
Ιδιαιτέρως έντονη είναι η σχέση του οικισμού με το φυσικό περιβάλλον. Το δομημένο στοιχείο έχει ενσωματώσει τις έντονες υψομετρικές διαφορές του βραχώδους εδάφους και σε συνδυασμό με την καθολική παρουσία πρασίνου εντάσσεται ομαλά στο φυσικό τοπίο. Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση έχει διαφοροποιηθεί μέσα στον χρόνο. Συγκεκριμένα έντονη ήταν η αγροτική και κτηνοτροφική ενασχόληση στο παρελθόν η οποία όμως πλέον τείνει να εξαλειφθεί κυρίως λόγο της μείωσης του πληθυσμού. Το πλούσιο οικοσύστημα με τις οσμές, τις υφές και τα χρώματά του επιβάλλεται στον επισκέπτη, κυριαρχεί επί των αισθήσεών του και διαμορφώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τοπίο. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το όριο μεταξύ δομημένου – φυσικού περιβάλλοντος.
Σημαντική ήταν για μας η μελέτη του δομημένου περιβάλλοντος. Ως αρχικός πυρήνας του Εκκλησοχωρίου φαίνεται να ήταν η νοτιοανατολική πλευρά του. Η μεταγενέστερη εξάπλωση του οικισμού εξαρτάται από το επίπεδο του δρόμου που διαπερνά το χωριό με τις παραδοσιακές κατοικίες να ακολουθούν το στενό μέτωπο του δρόμου με αποτέλεσμα η συνολική εικόνα του οικισμού να παρουσιάζει μια γραμμικότητα η οποία το χαρακτηρίζει. Διαβάζοντας τη τοπική οδική αρτηρία του οικισμού παρατηρήθηκε μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Στη μία πλευρά το μέτωπο παραμένει συνεχές και αδιάσπαστο ενώ από την άλλη τα κτήρια "διαλύουν" την οδική και μετωπική συμμετρία βγάζοντας τους όγκους τους μέσα στο δρόμο. Η στρέψη των κτιρίων γίνεται για το βέλτιστο προσανατολισμό των κτιρίων. Ως αποτέλεσμα δημιουργούνται εσοχές και προεξοχές που συρρικνώνουν και μεγεθύνουν το πλάτος του δρόμου έκρυθμα. Σήμερα ωστόσο λόγω της άκριτης μεταφοράς των αστικών προτύπων της χρήσης μη τοπικών υλικών και της αδιαφορίας για τη διατήρηση παραδοσιακού προτύπου, ο χαρακτήρας του οικισμού έχει αλλοιωθεί σημαντικά.
Ως προς την κτιριακή τυπολογία, συναντήσαμε ως επί των πλείστον μονόχωρα και δίχωρα λιθόκτισα κτίρια, ορθογωνικής κάτοψης αναλογίας 2 προς 1 με εξαίρεση τις ελάχιστες νεόδμητες κατοικίες. Ο αριθμός των ορόφων ποικίλλει από 1 εώς 3, ενώ ειδικότερα στα διώροφα συχνή είναι η παρουσία της καμάρας στο ισόγειο. Επιπλέον σε μεγάλο ποσοστό των κατοικιών εντοπίσαμε ισόγειους χώρους φύλαξης ζώων κάτι που μαρτυρά την έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα του παρελθόντος.
Ως προς το οικοδομικό σύστημα που επικρατεί στον οικισμό υπάρχουν χαρακτηριστικά που απαντώνται στη γενικότερη κατασκευαστική νοοτροπία της Ηπείρου. Βασικά υλικά δόμησης είναι η πέτρα και το ξύλο. Ο φέροντας οργανισμός των κτισμάτων είναι εξ ολοκλήρου λίθινος από την τοπική πέτρα φλύσχη με το ιδιαίτερο κιτρινωπό χρώμα. Η λιθοδομή της τοιχοποιίας πρόκειται για αργολιθοδομή με συνδετικό κονίαμα από νερό και χώμα που προέρχεται από την ίδια πέτρα. Βέβαια, λόγω μεταγενέστερων επεμβάσεων η μορφή της λιθοδομής παρουσιάζει διαφοροποιήσεις είτε στο χρώμα του κονιάματος είτε στην ίδια την πέτρα. Το ίδιο συμβαίνει και στη στέγη, η παραδοσιακή κατασκευή της οποίας αποτελείται από ακατέργαστους κορμούς δέντρων, που δεν διαμορφώνονται με τον συνήθη τρόπο της αναρτώμενης στέγης αλλά μέσω του "μπαμπά" και χωρίς την ύπαρξη αντηρίδων μεταφέρουν μέρος του φορτίου στο μέσο των ελκυστήρων οι οποίοι πακτώνονται στην υποκείμενη τοιχοποιία. Στα περισσότερα κτίρια η ιδιαίτερη αυτή κατασκευή κρύβεται με εσωτερική επένδυση ψευδοροφής. Επιπλέον, η τελική επικάλυψη που παραδοσιακά ολοκληρωνόταν με σχιστόπλακες πλέον έχει αντικατασταθεί σε όλα τα κτίσματα του χωριού από κεραμίδια και μεταλλικές λαμαρίνες. Σε αντίθεση, με τους άλλους οικισμούς απουσιάζουν οι ξυλοδεσιές αλλά παρουσιάζεται ένα ιδιαίτερο σύστημα με μεταλλικά κλειδιά που δένουν την τοιχοποιία και ενισχύουν το δομικό σύστημα. Το κτιριακό σύνολο του οικισμού διατηρεί αρκετά από τα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά και διαθέτει ιδιαίτερες ιδιομορφίες οι οποίες οφείλονται σε μεγάλο ποσοστό στο γεγονός ότι η Ήπειρος φημίζεται για τα μαστοροχώρια της και κατ' επέκταση τις τεχνικές γνώσεις των κατοίκων.
Η αίσθηση που τελικά μας αφήνει ο οικισμός είναι μια γραμμική πορεία μέσα στο καταπράσινο του τοπίου που ξεπροβάλλει. Στόχος μας ήταν να εμβαθύνουμε στη διαμόρφωση του χωριού μέσα στην ιστορία, ελπίζοντας ότι θα ανακτήσει τη χαμένη του ζωντάνια.