Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών μεγάλο τμήμα του πληθυσμού μετανάστευσε στις Η.Π.Α., τον Καναδά και τη Γερμανία , έτσι το χωριό σήμερα αριθμεί περίπου 800 μόνιμους κατοίκους.
Ανέκαθεν οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Σήμερα αυτές εξακολουθούν να είναι οι κύριες πλουτοπαραγωγικές δραστηριότητες με έμφαση στην παραγωγή λαδιού, εσπεριδοειδών και μελιού και την εκτροφή αιγοπροβάτων και πουλερικών. Πολλές οικογένειες έχουν κήπο με οπωροκηπευτικά και εκτρέφουν κότες. Το χωριό διαθέτει καφενεία, φούρνο ,φαρμακείο, παντοπωλείο και ζαχαροπλαστείο.
Στο παρελθόν οι οικογένειες ήταν πολυμελείς και αυτάρκεις και εξασφάλιζαν μόνες τους τα προς το ζην. Το κάθε σπίτι διέθετε αργαλειό, πατητήρι και στέρνα και παρήγαγε ψωμί, τυρί, κρασί, λάδι, κρέας, αυγά, ρούχα και στρωσίδια (χράμια από μαλλί προβάτου, κιλίμια, βελέντζες, σαγίσματα από τρίχωμα γίδας) για τα μέλη του. Εκτός αυτών υπήρχαν και ελάχιστοι σιδηρουργοί και μαραγκοί. Τα αρχοντικά σπίτια του χωριού ανήκουν ως επί το πλείστον σε εμπόρους και έχουν χτιστεί με χρήματα μεταναστών που επέστρεψαν στα Νιάτα μετά από χρόνια στο εξωτερικό.