Καμάρα
Η καμάρα όπως και το μεσοδόκι χρησιμοποιούνται γιατί η ανάγκη διπλασιασμού του πλάτους του χώρου δημιουργεί προβλήματα στη κάλυψη του με συνηθισμένου μήκους (2,5-3 μ.) ξύλα. Με το μεσοδόκι μειώνεται στο μισό το πλάτος του χώρου και η δίρριχτη στέγη αναλύεται σε δυο μονόρριχτες στέγες για τις οποίες τα ξύλα που προσφέρει ο τόπο επαρκούν σε μήκος.
Ανάλογη στατικά είναι και η λύση η οποία αντί για μεσοδόκι χρησιμοποιεί το πέτρινο τόξο, την καμάρα. Και σε αυτή τη περίπτωση η δίρριχτη στέγη αναλύεται σε δυο μονόρριχτες.
Η διαφορά των δύο λύσεων είναι έντονη στις κατόψεις και γενικά στο χώρο των σπιτιών όπου εφαρμόζονται. Το καμαρόσπιτο, μολονότι δεν διέφερε σε τίποτα εξωτερικά σε σχέση με άλλα απλούστερα μακρόσπιτα, υπερτερούσε στην ποιότητα και σταθερότητα της κατασκευής, ενώ ταυτόχρονα σχημάτιζε έναν διαφοροποιημένο εσωτερικό χώρο.
Στη περίπτωση με το μεσοδόκι, ο διπλασιασμός της κάτοψης είναι απόλυτος. Αντίθετα τα τμήματα του πέτρινου τοίχου που περιέχει την καμάρα διακόπτουν την απόλυτη ενότητα του χώρου. Ο τοίχος αυτός χωρίζει την κάτοψη σε δυο τμήματα, είναι συμπαγής στα άκρα των τμημάτων αυτών και δημιουργεί τέσσερις σκοτεινούς τετραγωνικούς χώρους, τα «φουντιά», δεξιά και αριστερά του κεντρικού χώρου. Το πλάτος τους είναι όσο και το μισό της κάτοψης, δηλαδή 2,5-3 μ. και το βάθος τους ποικίλει. Η κατασκευαστική λύση που υιοθετείται στα σπίτια αυτού του είδους επηρεάζει τη διευθέτηση των λειτουργιών μέσα στο μονόχωρο και τυποποιεί τις θέσεις τους σχεδόν αποκλειστικά. Οι επιμέρους χώροι που δημιουργεί η ύπαρξη του τοίχου της καμάρας διαμορφώνεται έτσι ώστε να εξυπηρετούν ορισμένο σκοπό. Σε πολύ λίγα σπίτια η καμάρα επαναλαμβάνεται δυο και τρεις φορές σε κατά παράθεση χώρους όμοιους που εξυπηρετούν πολυμελή αλλά και πλούσια οικογένεια.
Η καμάρα επιβάλλεται αμέσως στον επισκέπτη που μπαίνει στο δωμάτιο (εικόνα 1). Κάτω από αυτή άναβε η φωτιά, η «βάτρα», πάνω σε μια κυκλική συνήθως πέτρινη βάση. Από τη καμάρα εξέχουν γάντζοι. Από αυτόν της κορυφής κρέμονταν λυχνάρια που έκαιγαν λάδι, ή κηροπήγια, ρούχα, σφαχτάρια. Το ίδιο γινόταν και στους τοίχους που μέχρι το 1900 έμεναν χωρίς σοβά. Δεν υπήρξαν έπιπλα, μόνο ίσως ένας «σοφράς» και κάποιος χτιστός πάγκος. Μικρές εσοχές στους τοίχους, οι «πονίτσες», βοηθούσαν να τακτοποιηθούν μερικά ακόμη αντικείμενα.
[πηγή : Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, σ. 230 - 231, 1988]
Εικόνα 2: Παιανία. Το σπίτι του Δημ. Γιαννάκου (Μπούμπη). Ακατέργαστοι κορμοί δέντρων και δεμάτια θάμνων σχημάτιζαν τη δίρριχτη στέγη, μέρος τη οποίας επισκευάστηκε με σανίδες στη θέση των θάμνων
[πηγή : Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, σ. 231, 1988]
Εικόνα 3: Η ώρα του δείπνου στο καλύβι χωρικού. Η φωτιά άναβε στη μέση. Ο χώρος φωτιζόταν με λυχνάρια. Τα ζώα συγκατοικούσαν με τους ανθρώπους. (Από λιθογραφία του Gille, βάσει σχεδίου του Stackelberg. Μουσείο Μπενάκη.
[πηγή : Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, σ. 232, 1988]
Εικόνα 4: [πηγή: Το Καμαρόσπιτο της αττικής , σ.82, 1986]