Η Παιανία έχει εμφανίσει σημαντική πληθυσμιακή ανάπτυξη κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Ενώ αριθμεί επίσημα 514 κατοίκους το 1840, σχεδόν διπλασιάζεται πληθυσμιακά μέχρι το 1874 που καταγράφονται 910, και φτάνει να φιλοξενεί 2.003 κατοίκους κατά το 1896. Η ραγδαία αυτή άνοδος στον πληθυσμό του οικισμού συνεχίζεται και κατά τις επόμενες δεκαετίες καθώς κατά την απογραφή του 1951 οι κάτοικοι ήταν 4.824, το 1991 ήταν 9.727, το 2001 ανέρχονταν σε 13.013, και σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στη Δημοτική Κοινότητα Παιανίας οι κάτοικοι έφτασαν τους 15.435. Αυτό σημαίνει ότι ήδη από το 2001 σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 304 κάτοικοι.
Στην Παιανία οι ιδιοκτήτες γης είχαν συνήθως μεγαλύτερες και πιο εύφορες εκτάσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα Μεσόγεια. Αυτό το στοιχείο ενίσχυε τις δυνατότητες τοπικής παραγωγής της κοινότητας. Τρεις ήταν οι βασικές καλλιέργειες της περιοχής, οι αροτραίες, τα αμπέλια και οι ελιές. Με τον όρο αροτραίες καλλιέργειες εννοούνται οι ετήσιες, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, η βρίζα, ο αρακάς, τα κουκιά, τα κηπευτικά. Οι παραγωγές κάλυπταν πρωτίστως τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών αλλά και των οικόσιτων ζώων.
Στις απαρχές του 20ού αιώνα οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, έγιναν αφορμή για σημαντικές μεταβολές. Ο πληθυσμός παρουσίασε ραγδαία αύξηση καθώς νέοι κάτοικοι έφταναν από γειτονικές περιοχές και οι δομές της κοινωνίας αναπροσαρμόστηκαν. Τα νοικοκυριά δεν επιθυμούσαν να καλλιεργούν προϊόντα μόνο για να καταναλώνουν, αλλά και για να κερδίζουν χρήματα καλύπτοντας τις βιοτικές τους ανάγκες. Η αλλαγή αυτή προήλθε από την επαφή με αστικά κέντρα, όπως το Λαύριο και κυρίως η Αθήνα, στην οποία παρατηρείται απότομη συγκέντρωση πληθυσμού και έτσι υπάρχει αυξημένη ζήτηση κατανάλωσης αγροτικών προϊόντων. Μοιραία οι Μεσογείτες στρέφονται στην αμπελοκαλλιέργεια, γνωστή σε αυτούς, καθώς αντέχει την ανυδρία της Αττικής. Το 1920 μάλιστα, οι αμπελουργοί της Παιανίας είχαν την πρωτοπορία σε μια μέθοδο φύτευσης που μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν άγνωστη στην ευρύτερη περιοχή. Οι αμπελώνες που ως τότε δεν ήταν φυτεμένοι σε ευθείες αλλά διασκορπισμένοι, επαναφυτεύθηκαν σε ευθείες γραμμές με αποτέλεσμα τη δυνατότητα χρήσης ζώων για τις εργασίες οργώματος και την εξοικονόμηση χρόνου και πόρων για τους καλλιεργητές. Την εποχή εκείνη, σχεδόν κάθε σπίτι αμπελουργού είχε και το δικό του πατητήρι και πούλαγε μούστο ή κρασί στους παντοπώλες των Αθηνών.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι ασχολούνται μέχρι και σήμερα με την αμπελουργία, την ελαιουργία και την κτηνοτροφία, ενώ από το 2004 και έπειτα έχει παρατηρηθεί αύξηση του πληθυσμού από αστούς που αναζητούν κατοικία. Ο αυξανόμενος πληθυσμός της πόλης έχει μεταβάλλει βαθμιαία ορισμένους από τους κοινωνικούς, οικονομικούς και μορφωτικούς δείκτες της περιοχής. Παρά τις μεταβολές αυτές, ο οικισμός συνεχίζει να διατηρεί σε αξιοσημείωτο βαθμό τον παλαιό προσανατολισμό του προς την οικονομία της καλλιέργειας. Το εισοδηματικό επίπεδο των κατοίκων έχει παρουσιάσει άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες και έτσι σήμερα θεωρείται από αστικό έως υψηλό. Μάλιστα αρκετοί κάτοικοι έχουν κτηματική περιουσία και σε άλλες περιοχές της Αττικής.
Πηγές – βιβλιογραφία