Τα παραδοσιακά κτίσματα που εντοπίστηκαν στην περιοχή χρονολογούνται από το 1840 περίπου, γεγονός που τα καθιστά ιστορικά τεκμήρια του τοπικού συστήματος δόμησης της περιοχής, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μίγμα στοιχείων έκφρασης της λακωνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, του λαγκαδινού συστήματος δόμησης και του προσωπικού ιδιαίτερου χρακτήρα του ίδιου του τόπου.
Καθώς το έδαφος είναι βραχώδες, ανάγκη για σημαντική θεμελίωση δεν υπάρχει στην περιοχή και τα περισσότερα κτίσματα οικοδομούνται απευθείας πάνω στο βράχο. Η διαδικασία του χτισίματος ξεκινά, οι περισσότερο λαξευμένοι λίθοι τοποθετούνται στην εξωτερική πλευρά του τοίχου, οι λιγότερο λαξευμένοι στην εσωτερική και ενδιάμεσα στερεώνονται μικρότερες πέτρες ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους. Το συνδετικό κονίαμα αποτελεί μίγμα χώματος, νερού και ασβέστη ενώ το υλικό του επιχρίσματος αντλούνταν από μια συγκεκριμένη τοποθεσία στα νότια των Νιάτων, όπου έχουν διανοιχθεί υπόγειες σήραγγες για την πρόσβαση στο «νταμάρι». Κατά κύριο λόγο τα κτίσματα ήταν επιχρισμένα, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά και ο σοβάς ήταν συχνά επιχρωματισμένος με φυσικά χρώματα (ώχρα, κεραμιδί, λουλακί κ.ά.). Η διαδικασία του χτισίματος σταματούσε στο ύψος περίπου της ποδιάς του παραθύρου και γινόταν χρήση ξύλινης σκαλωσιάς, της οποίας τα ίχνη είναι εμφανή στις όψεις των κτηρίων (σκαλότρυπες). Ο χειρισμός των γωνιών των ανοιγμάτων γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, τοποθετούνται σ’αυτές λαξευμένοι μεγαλύτεροι γωνιόλιθοι.Στην ποδιά και το πρέκι τοποθετούνται είτε μονόλιθα οριζόντια ανώφλια, είτε τοξωτά είτε μικρότεροι λίθοι σε θολωτή διάταξη.
Ο βασικός αρχιτεκτονικός τύπος που συναντάται κατά κόρον στο χωριό είναι οι μακρόστενες κατοικίες (με αναλογίες μήκους-πλάτους 2:1). Σ’αυτές ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί το πέτρινο «μπαλκόνι» που στην τοπική γλώσσα ονομάζεται «λιακός» μέσω του οποίου ανεβαίνει κανείς στην κυρίως κατοικία, ενώ κάτω από το οποίο διαρθρώνονται οι αποθηκευτικοί χώροι, η στέρνα και ο χώρος των ζώων. Η τριμερής συνήθης διάκριση των χώρων στην κυρίως κατοικία γίνεται από μπαγδατότοιχους, δομημένους από ξύλο,κονίαμα,καλάμια και σοβά. Όταν το χτίσιμο της πέτρας τελειώνει, οι ντόπιοι μάστορες ονομάζουν το σημείο αυτό «ψηλοκαθισιά», και ξεκινά η τοποθέτηση της στέγης, ο σκελετός της οποίας αποτελείται από ξύλινες διατομές (λαξευμένες ή μη) καλάμια, κονίαμα, και τέλος τοποθετούνται τα κεραμίδια.
Το χτίσιμο των ντόπιων μαστόρων έχει προσδώσει στον οικισμό έναν συγκεκριμένο δομικό χαρακτήρα, συχνά αναγνωρίσιμο και τυπικό, ως δείγμα της ευρύτερης αρχιτεκτονικής ταυτότητας των πελοποννησιακών κτισμάτων.