Η μελέτη του χωριού Κουλέντια – Ελληνικό οδήγησε σε συμπεράσματα με τα οποία μπορεί κανείς να αντιληφθεί την αίσθηση που αποκτήσαμε και εμείς περιηγούμενοι σε αυτό.
Η τοποθέτηση του με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο στην πλαγιά, ώστε να μπορεί ταυτόχρονα να κρυφτεί από τον επισκέπτη μέχρι να βρεθεί μέσα σε αυτό και παράλληλα να του προσφέρει αυτή τη γραφική θέα προς τη θάλασσα, αλλά και τον βράχο, δημιουργεί μία μοναδική αίσθηση.
Το χωριό έχει άμεση σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σύνορα μεταξύ του και της φυσικής βλάστησης, καθώς οι κατοικίες κοντά στο όριο του οικισμού αναμειγνύονται με αυτή. Περιστασιακή είναι η εμφάνιση του πρασίνου στο εσωτερικό του οικισμού, δεν απουσιάζει, όμως, σε σημεία που υπάρχουν κενά μεταξύ των κτιρίων αλλά και στις μικρές αυλές τους. Επιπλέον, η φύση που το περιβάλλει διεγείρει σημαντικό αριθμό αισθήσεων του επισκέπτη: η απέραντη θέα που ανοίγεται μπροστά του, το θρόισμα των φύλλων που προκαλεί ο άνεμος και η φυσική μυρωδιά της βλάστησης είναι μόνο λίγες από αυτές.
Όσον αφορά το δομημένο περιβάλλον, έχει και αυτό τη δυνατότητα να σε ταξιδέψει. Ιδιαίτερα η περιπλάνηση στο κάτω χωριό που έχει διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό του χαρακτήρα μπορεί να σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Οι εξωτερικές γραμμές των κτιρίων ακολουθούν την ρυμοτομική γραμμή όπου σε συνδυασμό με την στένωση του δρόμου δημιουργείται ψευδαίσθηση για το πραγματικό ύψος των κτηρίων. Φαίνονται θεόρατα, ενώ στην ουσία τα πατώματα δεν ξεπερνούν τα δύο ή τρία. Παρόλα αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις όπου η κλίση του εδάφους είναι έντονη, μας δίνεται η δυνατότητα να βρισκόμαστε σχεδόν το ίδιο ύψος με τις στέγες των παρακάτω σπιτιών.
Σχετικά με τα είδη τυπολογιών του οικισμού μας, παρατηρούμε ότι διαχωρίζονται, κυρίως, σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη και η πιο συνηθισμένη είναι το μακρυνάρι, δηλαδή ορθογωνική κάτοψη με αναλογία περίπου ½ και η δεύτερη είναι κάτοψης ‘Γ’. Συχνά συναντάμε κτίρια, τα οποία από τη μια πλευρά είναι διώροφα ή τριώοροφα υπόσκαφα, αλλά και μονώροφα και διώροφα εξ ολοκλήρου πάνω από την επιφάνεια του φυσικού εδάφους. Ωστόσο, δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί κάποια γενίκευση για την λειτουργική διάρθρωση, εφόσον διαφέρει στο κάθε κτήριο.
Ως βασικό κατασκευαστικό υλικό χρησιμοποιείται η πέτρα. Αυτή σχηματίζει το μεγαλύτερο μέρος του φέροντος οργανισμού των περισσοτέρων κτιρίων με συνδετικό υλικό διάφορα μείγματα χώματος και νερού. Προφανώς, προκειμένου να διατηρηθούν τα κτίρια στη διάρκεια του χρόνου έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλα υλικά για τη στήριξή τους όπως είναι το μπετό, το ξύλο, αλλά και το μέταλλο. Τα λίγα νεόδμητα κτίρια είναι κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Επικρατούν οι κεραμοσκεπές και λίγα είναι τα κτίρια που παρουσιάζουν πλάκες στα δώματα.
Η συνολική εικόνα που σχηματίζεται στα Κουλέντια – Ελληνικό, συγκροτείται από μία μοναδική ανάμειξη φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Την περιπλάνηση στο χωριό συνοδεύει μια γραμμική πορεία της ιστορίας κατοίκησής του. Παρά τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί, παραμένει και είναι δυνατόν να παραμείνει ζωντανό με τη διάθεση και τη συμβολή των κατοίκων στο πέρασμα των χρόνων.