Νιάτα (Κάτω Τμήμα)

Ιστορικά Στοιχεία

Ο οικισμός κείτεται στους πρόποδες του Πάρνωνα σε υψόμετρο 300 μέτρων περίπου, έχει νοτιοδυτικό προσανατολισμό και απέχει από την πρωτεύουσα του νομού, Σπάρτη, 70 χιλιόμετρα. Ανήκει διοικητικά στο δήμο Ευρώτα με έδρα τη Σκάλα. Σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή του 2011 αριθμεί 684 κατοίκους.

Όσον αφορά στην ετυμολογία του ονόματος του χωριού, εντοπίζονται δύο απόψεις. Κατά την πρώτη έχει προέλθει από τη λέξη Νεότα = Νεότης, ενώ κατά τη δεύτερη, η οποία θεωρείται και επικρατέστερη, από τη λέξη «Στανάτα» = Χειμαδιό, ο τόπος δηλαδή που περνούσαν τον χειμώνα οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα τους φεύγοντας από τα ορεινά.

Σχετικά με τη μορφολογία του εδάφους του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής, το έδαφος είναι πετρώδες, η μη ύπαρξη δε άφθονου νερού στην περιοχή, εξηγεί τη δημιουργία στην είσοδο του χωριού πηγαδιών (μέγιστου βάθους 20 μέτρων) στα οποία συλλέγονταν το βρόχινο νερό, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι βασικές ανάγκες των κατοίκων. Τα πηγάδια αυτά αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του χωριού, καθώς είναι πολλά στον αριθμό (περισσότερα από 100), και βρίσκονται όλα στον ίδιο χώρο, στην είσοδο του χωριού, δημιουργώντας μια ζώνη ιστορικής σημασίας για την εξέλιξη του οικισμού.

Από ιστορικές μαρτυρίες, τις πρώτες δεκαετείες του 14ου αιώνα, ο Θεόδωρος Παλαιολόγος  -ο Δεσπότης του Μυστρά- έδωσε άδεια να εγκατασταθούν στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας 10.000 Βορειοηπειρώτες, Θεσσαλοί και Ακαρνανείς, οι οποίοι διατήρησαν στον νέο τόπο κατοικίας τους κάποια από τα ήθη και έθιμά τους καθώς επίσης και την αρβανίτικη διάλεκτο, στοιχεία της οποίας είναι εμφανή ακόμα και σήμερα στην ομιλία των κατοίκων. Οι παραπάνω μαζί με γηγενείς δημιούργησαν ,μεταξύ άλλων, και τον οικισμό αυτό, ο οποίος το 1398 ονομάζεται από το Δεσπότη του Μυστρά «Νετάτα» ερμηνεύοντας τη λέξη Νεότα.

Την ίδια περίοδο κτίζεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία αποτέλεσε αφετηρία της οικοδόμησης του χωριού, καθώς γύρω της κτίσθηκαν οι πρώτες κατοικίες. Η εκκλησία αυτή παραμένει στην ίδια θέση ως σήμερα τονίζοντας τον πυρήνα του χωριού.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, το χωριό υπαγόταν στο δήμο «Έλους», σημαντικό κέντρο εμπορίου της περιοχής, ενώ μετά την πτώση του Βυζαντινού κράτους, η περιοχή καταλαμβάνεται από τους Τούρκους.

Σώζεται μαρτυρία πως το 1820 ο Γάλλος συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ φιλοξενήθηκε στο χωριό.

Πέντε χρόνια αργότερα το χωριό πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Τέλος κατά την απογραφή του 1828, σημειώθηκε η ύπαρξη 100 σπιτιών, ενός δημοσίου κτηρίου (δημοτικό σχολείο), τριών ελαιοτριβείων, δύο ανεμόμυλων και 300 κατοίκων.

Σήμερα το χωριό χαίρει της φροντίδας των κατοίκων του, σφύζει από τη ζωή των μικρότερων παιδιών (60 τον αριθμό), και συνεχίζει να αποτελεί ιστορική μαρτυρία για τον τρόπο οικοδόμησης των αρχών του 20ου και τα τέλη του 19ου αιώνα.