Στις αρχές του 18ου αιώνα μεχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου η παραγωγή ήταν κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική και η οικονομία αντιπραγματευτική με λάδι και κρασί. Οι κάτοικοι εκμεταλεύτηκαν τα ήδη υπάρχοντα προιστορικά αυλάκια στο Τρουλί για συλλογή νερού και ανοίγοντας νέα έστειλαν το νερό σε ένα πλάτωμα πίσω από τον λόφο και κάτω στο φαράγγι. Εκεί ήταν οι κήποι,(όπου καλλιεργούσαν ντομάτα, πατάτα, μαρούλι). Στο πλάτωμα εκτός από τους κήπους υπήρχαν πλύστρες ,και μια κρήνη. Ο χώρος απέκτησε σιγά σιγά κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε ένα άτυπο κέντρο συνάντησης για τις γυναίκες τις εποχής και ονομάστηκε Κουτσουνάρα. Οι άντρες καταπιάνονταν στις πιο “βαρειές” δουλειές με βασικότερες τις φάμπρικες. Με δύο μυλόπετρες μεταξύ των οποίων ένα ποσούλι (ξύλο εγκαρσιο που το κινούσαν ζώα) μάζευαν την ελιά την οποία την τοποθετουσαν σε τορβάδες (υφαωτός σάκος) και την κατέβαζαν στην Κουτσουνάρα για πλύσιμο.Λίγο αργότερα έχτισαν πατητήρια δίπλα στις φάμπρικες. Στα αλώνια μάζευαν τα στάχυα και το κριθάρι. Τα αλώνια ήταν τοποθετημένα πάντα πάνω σε κορυφές σε ένα ξύλινο τραπέζι τον βολόσυρο- τραπέζι με στρογγυλούς δίσκους – έσερναν το βόλο και ο αέρας που φυσούσε πάνω στην κορυφή καθάριζε την συγκομηδή από τα φύλλα την οποία μάζευαν με τα χέρια. Στα μητάτα (τυροκομεία ) έφτιαχναν τυρι. Ήταν τοποθετημένα μέσα σε σπηλιές στο φαράγγι λόγω της υγρασίας και της σταθερής θερμοκρασίας καθώς το τυρί είναι απαραίτητο να αποθηκευτεί για αρκετό καιρό , ώστε να ολοκληρωθούν οι βιοχημικές ζυμώσεις. Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το χτένι, το αλέτρι, ο ζυγός,το δραπάνι. Η θέρμανση γινόταν με μαγγάλια και παραστιές (πυρομάχια). Έκαιγαν το ξύλο και έφτιαχναν κάρβουνο. Από τον καπνό ο χώρος στο ταβάνι μαύριζε. Την μαυρίλα αυτή την ονόμασαν αμοζουδιά. Σε πολλά κτίρια βλέπουμε την οροφή καταμαύρη.Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν αζόγυροι, φλομοί, κατσοπρίνια. Επίσης τοποθετούσαν τα κρεβάτια σε ένα επίπεδο πάνω από τα ζώα, κυρίως τους κρύους μήνες του χειμώνα, καθώς αυτά παράγουν θερμότητα
Απο το 1950 και μετά, οι μεγάλες μονάδες παραγωγής και ο εκβιομηχανισμένος πλέον σύγχρονος τρόπος ζωής οδήγησε την πλειοψηφία των κατοίκων της Ρόκκα στην συνεχή εγκατάλειψη εγκατάλειψη του τόπου. Όσοι παρέμειναν στον οικισμό δημιούργησαν ένα καινούργιο πυρήνα στους πρόποδες του λόφου. Η συνεχής εγκατάλειψη του τόπου με επακόλουθο την πλήρη ερείπωση συμβαίνει μετά το 1980. Η ζωή των κατοίκων όλο αυτό το διάστημα υπήρξε απλή με τις δυσκολίες και τις ελλειψεις της καθημερινότητας σημαντικές. Τυπική αγορά δεν υπήρχε. Η αγορά στεινόταν πρόχειρα κάτω από παραπήγματα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ένα άνοιγμα το οποίο και αποτελεί την πλατεία του χωριού. Η πραμάτεια μεταφερόταν με μουλάρια και κοφίνια και ήταν συνήθως κλωστές και υφαντά. Δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης δημιουργήθηκε μόλις πριν απο δύο χρόνια. Το νερό μοιραζόταν κάθε μέρα με τις λάΪνες. Διαφορετικοί κάθε μέρα προμηθεύονταν νερό και έπλεναν. Χαρακτηριστικός χώρος μέσα στο σπίτι ήταν η λαΪνοθέστρα, χώρος απόθεσης της λάϊνας. Η επικοινωνία ήταν επίσης δύσκολη. Στο χωριό υπήρχε ένα κοινοτικό τηλέφωνο στο μοναδικό καφενείο και με ένα μεγάφωνο ειδοποιούσαν τον κόσμο. Αυτό δημιουργούνσε συζήτηση και κουτσομπολιό το οποίο συνήθως κατέληγε σε φαγοπότι. Στο χωριό υπήρχε και ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο το οποίο έκλεισε το 1988. Σήμερα η Ρόκκα απαριθμεί 48 κάτοικους, η πλειοψηφία των οποίων είναι ηλικιωμένοι. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και δύο παιδιά. Ο Βασίλλης και η Κατερίνα παιδιά του Χρήστου Μαραγκουδάκη μάστορα στην αναπαλαίωση ξύλινων επίπλων. Τα αδέρφια Καστρινάκη είναι τεχνίτες επιπλοποιοί και άνοιξαν ένα σύγχρονο μικρό εργαστήριο που αποτελεί στάση . Οι υπόλοιποι εργάζονται σε ελιές, σε οικοδομές, και σε κάθε είδους χειρονακτική δουλειά. Το χωριό έχει τρία καφενία και έναν πολιτιστικό σύλλογο. Στεγασμένος στο παλιό δημοτικό σχολείο από το 1988, αποτελεί το κέντρο συνάντησης των χωριανων καθημερινά. Σε μία προσπάθεια προώθησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ανάδειξης του φυσικού, αρχαιολογικού και πολιτιστικού πλούτου της ενδοχώρας και τόνωσης της οικονομίας του χωριου, ο αρχαιολογικός χώρος της Ρόκκας τα τελευταία τρία χρόνια ανοίγει τις πύλες του για να υποδεχτεί το κοινό και τις μελωδίες γνωστών καλλιτεχνών. Στο επονομαζόμενο “Τρουλί” υπό το Φως της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου να φωτίζει την πλαγιά του αρχαιολογικού χώρου και το φαράγγι, ο επισκέπτης γίνεται ένα με τοπίο.